- προαποκλείσαντες
- προαποκλείσαντες , πρό , ἀπό-κλῄζω 1make famousaor part act masc nom/voc pl (doric)προαποκλεΐσαντες , πρό , ἀπό-κλῄζω 1make famousaor part act masc nom/voc pl (doric)προαποκλείσαντες , πρό-ἀποκλείωshut off fromaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.